- προσπιέζουσι
- πρόσ-πιέζωEp..pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)πρόσ-πιέζωEp..pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπιέζω — και προσπιεζῶ, έω, ΜΑ (ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω αρχ. 1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω 2. πιέζω κάτι ολόγυρα 3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω» … Dictionary of Greek